- φρυνικός
- φρῡνικός, ή, όν,A = φρυνοειδής, Asclep.Jun. ap. Gal.13.1023.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φρυνικός — ή, όν, Α [φρύνη / φρῡνος] φρυνοειδής … Dictionary of Greek